- ασαβάνωτος
- kefensiz, kefenlenmemiş
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ασαβάνωτος — η, ο (για νεκρό) αυτός που δεν έχει σαβανωθεί, που δεν έχει τυλιχτεί με σάβανο … Dictionary of Greek
ασαβάνωτος — η, ο αυτός ο νεκρός που δε σαβανώθηκε: Τον έθαψαν ασαβάνωτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)